ψυγείο, το, ουσ. [<μτγν. ψυγεῖον], το ψυγείο. 1. κλειστός χώρος όπου επικρατεί υπερβολικό κρύο: «δεν είχαν ανάψει τα καλοριφέρ και το δωμάτιο ήταν σκέτο ψυγείο». 2. άντρας, ιδίως γυναίκα, πολύ ψυχρός στον έρωτα: «είναι όμορφη, δε λέω, αλλά στο κρεβάτι είναι ψυγείο». Συνών. παγωνιέρα (2). Αντίθ. σόμπα·
- βάζω στο ψυγείο (κάποιο θέμα ή κάποια υπόθεση), παύω να προωθώ, παγώνω ένα θέμα ή μια υπόθεση: «ήρθε εντολή από υψηλά ιστάμενο πρόσωπο, να βάλω στο ψυγείο την υπόθεση με τις παράνομες προμήθειες»· βλ. και φρ. βάζω στον πάγο, λ. πάγος·
- ψυγεία πουλάω, έκφραση με την οποία δηλώνουμε ή προσποιούμαστε τέλεια άγνοια για κάποιον ή για κάτι. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το εγώ δεν ξέρω ή το κανονίστε τα, εγώ: «μήπως ξέρεις εσύ τίποτα για την υπόθεση; -Εγώ δεν ξέρω, ψυγεία πουλάω || μήπως μπορείς να μας πεις ποιος φταίει; -Κανονίστε τα, εγώ ψυγεία πουλάω». Συνώνυμα: δεν είμαι της οικοδομής / είμαι από χωριό / είμαι περαστικός / ήρθα να πάρω τα χαλιά.